- γραμμή
- η1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή.2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα.3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια γραμμή.4. μτφ., κατεύθυνση, πορεία: Διαφώνησε με τη γραμμή του κόμματος.5. αξία, ποιότητα: Είναι πολιτικός πρώτης γραμμής.6. περίγραμμα: Το έργο είχε ωραίες γραμμές.7. ως επίρρ., κατευθείαν: Τράβηξε γραμμή για το βουνό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.